- αὐθεντίας
- αὐθεντίᾱς , αὐθεντίαabsolute swayfem acc plαὐθεντίᾱς , αὐθεντίαabsolute swayfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γουάικλιφ, Τζον — (John Wycliffe, Γουάικλιφ, Ρίτσμοντ 1325; – Λιούτεργουερθ 1384). Άγγλος φιλόσοφος και συγγραφέας. Υπήρξε η πρώτη φωνή που υψώθηκε στην Ευρώπη διακηρύσσοντας την πολιτική και θρησκευτική ελευθερία, την ίδρυση μιας εθνικής Εκκλησίας και κοινωνικές… … Dictionary of Greek
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek
Μενονίτες — (Mennonites). Προτεσταντική αίρεση, που έχει σήμερα περίπου 250.000 οπαδούς, διασκορπισμένους στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Ολλανδία, στη Γερμανία, στην Πολωνία και στη Γαλλία. Οι μενονιτικές διδασκαλίες εμφανίστηκαν στη Ζυρίχη στις αρχές του 16ου… … Dictionary of Greek
Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
αναυθεντικός — ή, ό ο στερούμενος αυθεντίας, κύρους ή αλήθειας, ο μη αυθεντικός, μη έγκυρος … Dictionary of Greek
καθέδρα — η (AM καθέδρα) 1. το μέρος στο οποίο κάθεται κάποιος, κάθισμα, θέση 2. επίσημη έδρα, θώκος, θρόνος 3. έδρα επισκοπικής αρχής, πόλη όπου υπάρχει επίσκοπος νεοελλ. φρ. «από καθέδρας» με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας… … Dictionary of Greek
κούρτη — Συμβούλιο ηγεμόνων κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας, που φρόντιζε για τις πολιτικές και, συχνά, για τις δικαστικές υποθέσεις. Απαρτιζόταν από δώδεκα βαρόνους του Μοριά, τους κατώτερους υποτελείς άρχοντες και συνήθως από δύο κληρικούς.… … Dictionary of Greek
κύρωση — Ο όρος στη γενική του σημασία υπονοεί τις συνέπειες μιας συμπεριφοράς αντίθετης προς το πρότυπο που επικρατεί κοινωνιολογικά και χρησιμοποιείται τόσο από την αρνητική όσο και από τη θετική πλευρά της, είτε δηλαδή ως τιμωρία είτε ως ανταμοιβή που… … Dictionary of Greek
μανδαρίνος — Με τον όρο μ. (από την πορτογαλική λέξη mandarin, παραλλαγή της σανσκριτικής μαντρίν = σύμβουλος) ονομάζονταν από τους Ευρωπαίους οι ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί λειτουργοί της αυτοκρατορικής Κίνας. Στην κινεζική γλώσσα ονομάζονταν κου… … Dictionary of Greek